- ἐπῶζε
- ἐπί-ὄζωsmellimperf ind act 3rd sgἐπί-ὤζωcry oh!imperf ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπῷζε — ἐπῴζω cluck imperf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εποίζω — ἐποίζω (Α) θρηνῶ, οδύρομαι για κάτι («τέκνοις ἐπῷζε τοῑς τεθνηκόσιν», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί* + οίζω «θρηνώ» (βλ. λ. οϊζύς)] … Dictionary of Greek
επώζω — (I) ἐπῴζω (Α) (για τη Νιόβη) θρηνώ («τέκνοις ἐπῷζε τοῑς τεθνηκόσι», Αισχύλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οίζω / οΐζω «θρηνώ». Το ω λόγω τού νόμου τής «εκτάσεως εν συνθέσει»]. (II) ἐπῴζω (Α) επωάζω … Dictionary of Greek